Μετάβαση στο περιεχόμενο

rangement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
rangement rangements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rangement (fr) αρσενικό

  1. η τακτοποίηση
  2. το συγύρισμα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη ranger