rangement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rangement | rangements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rangement (fr) αρσενικό
- η τακτοποίηση
- το συγύρισμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ranger