rectal
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rectal | rectaux |
θηλυκό | rectale | rectales |
Επίθετο
[επεξεργασία]rectal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rectal | rectaux |
θηλυκό | rectale | rectales |
rectal (fr)