rectificatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rectificatif | rectificatifs |
θηλυκό | rectificative | rectificatives |
rectificatif (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rectificatif | rectificatifs |
rectificatif (fr) αρσενικό
- διορθωτικό μέτρο