rectificatif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rectificatif rectificatifs
θηλυκό rectificative rectificatives

rectificatif (fr)

  1. διορθωτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rectificatif rectificatifs

rectificatif (fr) αρσενικό

  1. διορθωτικό μέτρο