recuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

recuse (en)

  1. εξαιρώ (για εξαίρεση δικαστή από συγκεκριμένη δίκη ή συγκεκριμένης κατηγορίας δίκες)
  2. αυτοεξαιρούμαι (για δικαστή)
  3. (συνεκδοχικά) αλλάζω δάσκαλο ώστε να μην εξετάζει το παιδί του