recuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
recuse (en)
- εξαιρώ (για εξαίρεση δικαστή από συγκεκριμένη δίκη ή συγκεκριμένης κατηγορίας δίκες)
- αυτοεξαιρούμαι (για δικαστή)
- (συνεκδοχικά) αλλάζω δάσκαλο ώστε να μην εξετάζει το παιδί του