recycle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | recycle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recycles |
αόριστος | recycled |
παθητική μετοχή | recycled |
ενεργητική μετοχή | recycling |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
recycle (en)
- ανακυκλώνω, επεξεργάζομαι υλικό ήδη χρησιμοποιημένο, έτσι ώστε να μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί
- ↪ Paper and aluminum are materials that are recycled.
- Το χαρτί και το αλουμίνιο είναι υλικά που ανακυκλώνονται.
- ↪ Paper and aluminum are materials that are recycled.