releveur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | releveur | releveurs |
θηλυκό | releveuse | releveuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
releveur (fr)
- (για μύωνες) ανυψωτικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | releveur | releveurs |
θηλυκό | releveuse | releveuses |
releveur (fr)