religieuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- religieuse < → δείτε τη λέξη religieux
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁə.li.ʒjøz/
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
religieuse | religieuses |
religieuse (fr)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
religieuse | religieuses |
religieuse (fr)