Μετάβαση στο περιεχόμενο

religieuse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
religieuse <  δείτε τη λέξη religieux

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁə.li.ʒjøz/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
religieuse religieuses

religieuse (fr)

  1. θηλυκό του religieux

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
religieuse religieuses

religieuse (fr)

  1. θηλυκό του religieux