Μετάβαση στο περιεχόμενο

remember

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας remember
γ΄ ενικό ενεστώτα remembers
αόριστος remembered
παθητική μετοχή remembered
ενεργητική μετοχή remembering

remember (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, έχω μια εικόνα στη μνήμη μου για ένα γεγονός, έναν άνθρωπο, έναν τόπο κτλ. από το παρελθόν
    παράδειγμα  Do you remember me?
    Με θυμάσαι;
    παράδειγμα  He did not remember anything after that.
    Δε θυμόταν τίποτα μετά από αυτό.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) θυμάμαι, επαναφέρω στη μνήμη μου ένα γεγονός, μια πληροφορία κτλ. που ήξερα
    παράδειγμα  I don’t remember your name.
    Δε θυμάσαι το όνομά σου.
    παράδειγμα  I will wait for you to remember it.
    Θα περιμένω να το θυμηθείς.
  3. (μεταβατικό) θυμάμαι, έχω κάτι σημαντικό στο μυαλό μου
    παράδειγμα  You should always remember this!
    Αυτό να το θυμάσαι πάντα!
  4. (μεταβατικό) θυμάμαι, δεν ξεχνάω να κάνω κάτι· κάνω πραγματικά αυτό που πρέπει να κάνω
    παράδειγμα  Will the singer remember to bring her guitar?
    Θα θυμηθεί η τραγουδίστρια να φέρει την κιθάρα της.