remontrance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
remontrance remontrances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

remontrance (fr) θηλυκό