remote desktop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remote desktop | remote desktops |
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
remote desktop (en)
- (πληροφορική) η χρήση του γραφικού περιβάλλοντος υπολογιστή απομακρυσμένα (εξ αποστάσεως) από άλλον υπολογιστή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- remote desktop στην αγγλική Βικιπαίδεια