remplisseur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

remplisseur < remplir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
remplisseur remplisseurs

remplisseur (fr) αρσενικό

  • εργάτης που βάφει τα διάκενα που ζωγραφίστηκαν προηγουμένως από κάποιον άλλον

Δείτε επίσης[επεξεργασία]