remplisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- remplisseur < remplir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remplisseur | remplisseurs |
remplisseur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
remplisseur | remplisseurs |
remplisseur (fr) αρσενικό