renforcement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
renforcement < renforcer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
renforcement renforcements

renforcement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]