renforcement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- renforcement < renforcer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
renforcement | renforcements |
renforcement (fr) αρσενικό
- η ενίσχυση, η αυστηροποίηση, η ενδυνάμωση, η ισχυροποίηση