reposée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reposée | reposées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reposée (fr) θηλυκό
- τόπος προστασίας και ανάπαυσης ενός ζώου κατά τη διάρκεια της μέρας
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
reposée (fr)