Μετάβαση στο περιεχόμενο

reposée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reposée reposées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reposée (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

reposée (fr)