reprieve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]reprieve (en)
- η αναστολή εκτέλεσης μιας ποινής, ιδιαίτερα της θανατικής
- η παροδική ανακούφιση από τον πόνο
Ρήμα
[επεξεργασία]reprieve (en)
- αναστέλλω την εκτέλεση μιας ποινής
- ανακουφίζω παροδικά