rescapé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rescapé < rescaper
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rescapé | rescapés |
θηλυκό | rescapée | rescapées |
rescapé (fr)