residual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

residual

  1. απομένων, παραμένων, υπολειπόμενος, που παραμένει
    Συνώνυμα: remaining
  2. (λογιστική) residual value: υπολειμματική αξία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

residual

Δείτε επίσης[επεξεργασία]