residual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
residual
- απομένων, παραμένων, υπολειπόμενος, που παραμένει
- Συνώνυμα: remaining
- (λογιστική) residual value: υπολειμματική αξία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
residual
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
(λογιστική) Residual value στην αγγλική Βικιπαίδεια