retirement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
retirement | retirements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
retirement (en)
- η σύνταξη
- ↪ Kostas went into retirement - ο Κώστας βγήκε στη σύνταξη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
retirement στην αγγλική Βικιπαίδεια