returnee
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]returnee (en) ενικός (returnees πληθυντικός)
- καθαρεύουσα ή λόγια δημοτική: παλιννοστών / δημοτική: παλιννοστούντας
- επαναπατρισμένος, επαναπατριζόμενος (που βρίσκεται στον δρόμο προς την πατρίδα)