returnee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
returnee (en) ενικός (returnees πληθυντικός)
- καθαρεύουσα ή λόγια δημοτική: παλιννοστών / δημοτική: παλιννοστούντας
- επαναπατρισμένος, επαναπατριζόμενος (που βρίσκεται στον δρόμο προς την πατρίδα)