rieur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rieur < rire
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rieur | rieurs |
θηλυκό | rieuse | rieuses |
rieur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rieur | rieurs |
θηλυκό | rieuse | rieuses |
rieur (fr)