rinçage d'œil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rinçage d'œil | rinçages d'œil |
rinçage d'œil (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
rinçage d'œil | rinçages d'œil |
rinçage d'œil (fr) αρσενικό