οφθαλμόλουτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οφθαλμόλουτρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (οικείο) το κοίταγμα ή το χάζεμα ατόμου ή εικόνων τα οποία μας προκαλούν αισθησιασμό, συνήθως όταν δεν πρόκειται για το άτομο με το οποίο έχουμε σχέση
- (συνεκδοχικά) το άτομο που κοιτάμε, το οποίο προκαλεί ευχάριστο ή, κυρίως, αισθησιακό αίσθημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οφθαλμόλουτρο