rive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rive (fr) θηλυκό (πληθυντικός rives)
- η όχθη, η ακροποταμιά
rive (fr) θηλυκό (πληθυντικός rives)