romeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | romeno | romeni |
θηλυκό | romena | romene |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- romeno < Romania
Επίθετο[επεξεργασία]
romeno (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
romeno (it)
- (εθνικό όνομα) ο Ρουμάνος
- (γλώσσα) ρουμανικά
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
romeno (pt)