rongement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rongement < rungement < ronger

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɔ̃.ʒmɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rongement rongements

rongement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]