rotatoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rotatoire | rotatoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
rotatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- περιστροφικός, σχετικός με την περιστροφή
ενικός | πληθυντικός |
rotatoire | rotatoires |
rotatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό