rumble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας rumble
γ΄ ενικό ενεστώτα rumbles
αόριστος rumbled
παθητική μετοχή rumbled
ενεργητική μετοχή rumbling

Ρήμα[επεξεργασία]

rumble (en)

  • γουργουρίζω, παράγω έναν μακρύ βαθύ ήχο ή μια σειρά ήχων
    I am hungry, my stomach is rumbling.
    Πεινάω, γουργουρίζει η κοιλιά μου.

Πηγές[επεξεργασία]