rumble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rumble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rumbles |
αόριστος | rumbled |
παθητική μετοχή | rumbled |
ενεργητική μετοχή | rumbling |
Ρήμα[επεξεργασία]
rumble (en)
- γουργουρίζω, παράγω έναν μακρύ βαθύ ήχο ή μια σειρά ήχων
- ↪ I am hungry, my stomach is rumbling.
- Πεινάω, γουργουρίζει η κοιλιά μου.
- ↪ I am hungry, my stomach is rumbling.
Πηγές[επεξεργασία]
- rumble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 197. ISBN 9780194325684., λήμμα: γουργουρίζω