runoff
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
runoff | runoffs |
runoff (en)
- ο δεύτερος γύρος μιας εκλογικής αναμέτρησης ή μια επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση
- ⮡ The election commission found that neither candidate received enough votes to avoid a run-off.
- Η εκλογική επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν έλαβε αρκετές ψήφους για να αποφύγει τον δεύτερο γύρο.
- ⮡ The election commission found that neither candidate received enough votes to avoid a run-off.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απορροή, το νερό της υπερχείλισης ή οι χημικές ουσίες που είναι διαλυμένες σε αυτό το νερό
- ⮡ Agricultural run-off containing pesticides is polluting the river.
- Η απορροή από γεωργικές δραστηριότητες που περιέχει φυτοφάρμακα ρυπαίνει το ποτάμι.
- ⮡ Agricultural run-off containing pesticides is polluting the river.