s'autodévaloriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- s'autodévaloriser → δείτε τις λέξεις se, auto- και dévaloriser
Ρήμα[επεξεργασία]
- (ορθογραφία του 1990)
- υποτιμώ τον εαυτό μου, τις δυνατότητές μου
- (μεταφορικά) εξευτελίζομαι, εξευτελίζω τον εαυτό μου
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- (ορθογραφία του 1990) s'auto-dévaloriser