sélectif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sélectif | sélectifs |
θηλυκό | sélective | sélectives |
sélectif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sélectif | sélectifs |
θηλυκό | sélective | sélectives |
sélectif (fr) αρσενικό