séquelles
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
séquelles (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- η συνέπεια ενός ατυχήματος, ενός τραυματισμού, μιας βιαιότητας
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
séquelles (fr)