séquence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
séquence séquences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

séquence (fr) θηλυκό