Μετάβαση στο περιεχόμενο

sözlük

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sözlük < söz (λέξη, λόγος) + -lük

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sözlük (tr)