salicylique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.li.si.lik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
salicylique | salicyliques |
salicylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
salicylique | salicyliques |
salicylique (fr) αρσενικό ή θηλυκό