saloper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ρήμα[επεξεργασία]

saloper (fr)

  1. (οικείο) κάνω κάτι πολύ πρόχειρα
  2. λερώνω