salto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salto | saltos |
salto (pt) αρσενικό
- το πήδημα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
salto | saltos |
salto (pt) αρσενικό