sans-papiers
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɑ̃.pa.pje/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sans-papiers (fr) αρσενικό θηλυκό (το ίδιο και στον πληθυντικό)
- που βρίσκεται «χωρίς χαρτιά» (κυριολεκτική σημασία) σε μια χώρα, ο παράτυπος, ή παράνομος μετανάστης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
συνώνυμη έκφραση: