sans voir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιρρηματική έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sans voir | sans voir |
sans voir (fr)
- σαν βουάρ, χωρίς καν να κοιτάξω (κυρίως στο σκάκι και στο πόκερ)