sans voix

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
sans voix sans voix

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sans voix → δείτε τις λέξεις sans και voix

Έκφραση

[επεξεργασία]

sans voix (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. άφωνος, που δεν μπορεί να μιλήσει
    ⮡  Aujourd'hui, je suis sans voix. - Σήμερα είμαι άφωνος.
  2. άναυδος, έκπληκτος
    ⮡  Face à un tel culot, je suis resté sans voix.
    Μπροστά σε τόσο θράσος, έμεινα άναυδος.
     συνώνυμα: abasourdi, stupéfait