Μετάβαση στο περιεχόμενο

sapin

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sapin < λατινική sappinus < γαλατική sappus και λατινική pinus, « πεύκο »

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sapin sapins

sapin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]