sarrasin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sarrasin | sarrasins |
θηλυκό | sarrasine | sarrasines |
Επίθετο
[επεξεργασία]sarrasin (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sarrasin | sarrasins |
θηλυκό | sarrasine | sarrasines |
sarrasin (fr)