Μετάβαση στο περιεχόμενο

satinette

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
satinette, υποκοριστικό του satin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
satinette satinettes

satinette (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη satin