saucisse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
saucisse | saucisses |
saucisse (fr) θηλυκό
- το λουκάνικο
ενικός | πληθυντικός |
saucisse | saucisses |
saucisse (fr) θηλυκό