saucisse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saucisse | saucisses |
saucisse (fr) θηλυκό
- το λουκάνικο
ενικός | πληθυντικός |
saucisse | saucisses |
saucisse (fr) θηλυκό