saumon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
saumon saumons

saumon (fr) αρσενικό

  1. (ψάρι) ο σολομός
  2. σομόν (άκλιτο), το χρώμα του σολομού