saumon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
saumon | saumons |
saumon (fr) αρσενικό
- (ιχθυολογία) ο σολομός
- σομόν (άκλιτο), το χρώμα του σολομού