Μετάβαση στο περιεχόμενο

sauna

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sauna saunas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sauna (fr) αρσενικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sauna (fi)