savon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
savon (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Il lui a passé un savon : τον κατσάδιασε