Μετάβαση στο περιεχόμενο

scarificateur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
scarificateur scarificateurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scarificateur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]