scarpa
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά
(it)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
scarpa
scarpe
scarpa
(it)
θηλυκό
(
υπόδηση
) το
παπούτσι
Κατηγορίες
:
Ιταλική γλώσσα
Ουσιαστικά (ιταλικά)
Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
Υπόδηση (ιταλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Lombard
Nāhuatl
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sicilianu
Svenska
Tagalog
Türkçe
粵語
中文