scatola
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- scatola < μεσαιωνική λατινική căstula (καλάθι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scatola | scatole |
scatola (it)
ενικός | πληθυντικός |
scatola | scatole |
scatola (it)