scellé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | scellé | scellés |
θηλυκό | scellée | scellées |
Επίθετο
[επεξεργασία]scellé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | scellé | scellés |
θηλυκό | scellée | scellées |
scellé (fr)