scrupule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scrupule | scrupules |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scrupule (fr) αρσενικό
- ο ενδοιασμός, η ευσυνειδησία
ενικός | πληθυντικός |
scrupule | scrupules |
scrupule (fr) αρσενικό